λησταντάρτης

λησταντάρτης
ο разбойник, грабитель; бунтовщик

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "λησταντάρτης" в других словарях:

  • λησταντάρτης — ο, θηλ. λησταντάρτισσα ληστής που στασιάζει κατά τού κράτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + αντάρτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Επ. Κ. Κυριακίδη] …   Dictionary of Greek

  • λησταντάρτης — ο θηλ. ισσα ληστής που επαναστάτησε εναντίον του κράτους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ληστανταρσία — η [λησταντάρτης] ανταρσία, στάση ληστών κατά τού κράτους …   Dictionary of Greek

  • ληστανταρτικός — ή, ό αυτός που αποτελείται ή επιτελείται από λησταντάρτες («ληστανταρτικό σώμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λησταντάρτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»